-
1 ηθική
[итики] ουσ. Θ. нравственность, мораль,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ηθική
-
2 изнашивание
η φθοράгидроабразивное - από το ύδωρ/νερό και την τριβήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изнашивание
-
3 мораль
-
4 нравственность
-
5 добродетель
-и θ.αρετή, χρηστότητα, ηθική τελειότητα. || ηθική ανωτερότητα, τιμιότητα. || αγαθοεργία. -
6 моральный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноηθικός•моральный вывод ηθικό δίδαγμα•
моральный человек ηθικός άνθρωπος•
-ые устои ηθικά θεμέλια•
-ое удовлетворение ηθική ικανοποίηση•
- ые мучения ηθικά (ή ψυχικά) βάσανα•
-ое состояние ηθική κατάσταση, το ηθικό.
εκφρ.моральный износ ή -ое изнашивание машины – η καταλληλότητα της μηχανής (αν και πάλιωσε). -
7 нравственный
επ., βρ: -вен, -венна, -о.1. ηθικός, της ηθικής•-ые правила ηθικοί κανόνες•
нравственный критерий ηθικό κριτήριο.
2. χρηστός, ενάρετος, χρηστοήθης.3. πνευματικός, ψυχικός•-ое воспитание ηθική διαπαιδαγώγηση•
-ое потрясение ηθικός κλονισμός•
-ое удовлетворение ηθική ικανοποίηση.
4. βλ. нравоучительный (1 σημ.). -
8 вред
η βλάβη, η φθορά, η ζημιάморальный - юр. ηθική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вред
-
9 ригоризм
η μεγάλη (ηθική) αυστηρότητα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ригоризм
-
10 ущерб
1. (убыток, урон, потеря) η ζημι/ά, η βλάβη, η φθορά' * без - а χωρίς -, в - με -προς -2. (ослаб-ление, уменьшение, спад) η πτώση, η ελάττωση 3. астр. (положение луны) η χάση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ущерб
-
11 этика
η ηθική.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > этика
-
12 бодрость
бодро||стьж τό σφρίγος, ἡ ζωηρότητα [-ης], ἡ ζωντάνια:\бодростьсть духа τό σθένος, ἡ ἡθική δύναμη. -
13 дух
духм1. филос. τό πνεύμα·2. (характерные свойства, сущи́ость) τό πνεύμα:в марксистском \духе στό πνεόμα τοῦ μαρξισμού, σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τοῦ μαρ-ξισμοῦ· в \духе времени στό πνεῦμα τής ἐποχής·3. (моральное состояние) τό ήθικό[ν]. τό θάρρος, τό κουράγιο:боевой \дух τό μαχητικό ήθικό, τό πολεμικό πνεῦ-μα· сила \духа ἡ ήθική δύναμη· расположение \духа ἡ διάθεση· присутствие \духа ἡ ἐτοιμότητα τοῦ πνεύματος· падать \духом χάνω τό θάρρος μου· не падай \духом! μή χάνεις τό κουράγιο σου!· собраться с \духом ἀποφασίζω, ἀποτολμὤ воспрянуть \духом συνέρχομαι, ξαναπαίρνω θάρρος· поднимать \дух ἀνεβάζω τό ήθικό, ἐμπνέω θάρρος, ἐνθαρρύνω· упавший \духом ἀποθαρρυμένος, μέ πεσμένο τό ἡθι-κό·4. (дыхание) разг ἡ (ἀνα)πνοή, ἡ ἀνάσα:переводить \дух παίρνω ἀνἀσα, ξεκουράζομαι· у меня \дух захватывает μοῦ κόβεται ἡ ἀνάσα·5. (запах) разг ἡ μυρωδιά, ἡ ὀσμή:тяжелый \дух ἡ βαρείά ὀσμή, ἡ βαρειά μυρωδιά·6. (призрак) τό φάσμα, τό φάντασμα, τό πνεύμα:добрый \дух τό ἀγαθό πνεῦμα· злой \дух τό πονηρό πνεύμα· ◊ \дух противоречия τό πνεῦμα τής ἀντιλογίας· единым \духом ἀπνευστί, μονοκοπανιά· во весь \дух ὁλοταχώς· испустить \дух ξεψυχώ, ἐκπνέω· быть в \духе εἶμαι στά κέφια μου· быть не в \духе δέν ἔχω κέφια, δέν εἶμαι στά κέφια μου· в этом \духе σ' αὐτό τό πνεύμα· у него хватило \духа βρήκε τό θάρρος νά...· не хватило \духу δέν είχε τό κουράγιο, δέν τόλμησε· ни слуху ни \духу ὁὔτε φωνή ὁϋτε ἀκρόαση. -
14 крепость
крепость I ж воен. τό φρούριο[ν], τό κάστρο. крепость II ж1. (прочность) ἡ στε-ρεότητα [-ης], ἡ ἀντοχή·2. (сила) ἡ δύ-ναμη [-ις1, ἡ ισχύς, ἡ ρώμη, ἡ ρωμαλεό-τητα[ης]:\крепость духа ἡ ἡθική δύναμη·3. (вина, раствора и т. п.) ἡ δύναμη [-ις], ἡ δραστικότητα [-ης].крепость III ж уст. τό συμφωνητι-κό[ν], τό συμβόλαιο[ν]:купчая \крепость τό πωλητήριο. -
15 мораль
моральж ἡ ήθική, τό ήθος / τό ἐπιμύ-θιο[ν] (басни):читать кому́-л. \мораль νουθετώ. -
16 нравственность
нравственностьж ἡ ήθική, ἡ ήθικό-τητα [-ης]:высокая \нравственность τά χρηστά ήθη. -
17 нравственностьый
нравственность||ыйприл ἡθικός, χρηστός:\нравственностьыйое удовлетворение ἡ ήθική Ικανοποίηση [-ις]. -
18 чистота
чистот||аж1. (отсутствие грязи) ἡ καθαριότητα [-ης], ἡ καθαρότητα:\чистота помещения ἡ καθαριότητα τής αίθουσας· соблюдайте \чистотау́ νά σέβεστε τήν καθαριότητα·2. (отсутствие примеси) ἡ ἀγνό-τητα [-ης], ἡ καθαρότητα, ἡ γνησιότη-τα [-ης]:\чистота красок ἡ καθαρότητα τῶν χρωμάτων3. (ясность, правильность) ἡ καθαρότητα:\чистота зву́ка ἡ καθαρότητα τοῦ ήχου·4. перен ἡ ἀγνότητα [-ης], ἡ καθαρότης:нравственная \чистота ἡ ἡθική ἀγνότητα. -
19 этика
этикаж ἡ ἡθική. -
20 мораль
[μαράλ'] ουσ. θ. ηθική
См. также в других словарях:
ηθική — Κάθε θεωρία που θέτει αντικείμενο θεωρητικής εξέτασης την πρακτική συμπεριφορά του ανθρώπου. Η φιλοσοφική η. διακρίνεται επομένως τόσο από τις θετικές εντολές ή προσταγές που εκπορεύονται από οποιαδήποτε πηγή (θρησκευτική, φιλοσοφική, πολιτική,… … Dictionary of Greek
ηθική — η 1. κλάδος της φιλοσοφίας που ερευνά τους σκοπούς της ζωής και τις αρχές της πράξης. 2. σύνολο αρχών που ρυθμίζουν τη συμπεριφορά του ανθρώπου προς τον εαυτό του και τους άλλους ανθρώπους: Ορισμένες ενέργειες μερικών ατόμων είναι αντίθετες προς… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηθική βλάβη ηθικοκρατία ή μοραλισμός — Φιλοσοφικό σύστημα που στηρίζεται στην ηθική, με βασική αρχή την πράξη. Σύμφωνα με αυτό, η ηθικότητα αποτελεί το ύψιστο αγαθό, τον υπέρτατο νόμο, τον ύψιστο σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης και τον τελικό προορισμό του κόσμου. Ο Ολέ Λαπρίν… … Dictionary of Greek
ηθική βλάβη — (Νομ.). Η βλάβη που δημιουργείται με τη διατάραξη του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου από τον σωματικό και ψυχικό πόνο. Το δίκαιο καλύπτει την η.β. και προβλέπει τη χρηματική ικανοποίησή της υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Σύμφωνα με τις διατάξεις του … Dictionary of Greek
ἠθικῇ — ἠθικός moral fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠθική — ἠθικός moral fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθήκον — Ηθική υποχρέωση, χρέος· ό,τι επιβάλλουν οι νόμοι του κράτους· η υποχρέωση του πολίτη. Η λέξη κ. χρησιμοποιείται γενικά για κάθε πράξη ή παράλειψη που επιβάλλουν οι κανόνες κοινωνικής δεοντολογίας και ιδιαίτερα οι κανόνες που εθιμικώς ρυθμίζουν… … Dictionary of Greek
φορμαλισμός — Ηθική κατά την οποία, όπως και σε εκείνη του Καντ, η θέληση επιβάλλει στον εαυτό της μια αρχή ενέργειας, που έχει αξία, όχι για το περιεχόμενό της, όπως π.χ. η ιδέα του καλού, αλλά για τη μορφή της. Φ. είναι και σύστημα μεταφυσικής, που εξηγεί τη … Dictionary of Greek
ἠθικῆι — ἠθικῇ , ἠθικός moral fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηθικός — ή, ό (AM ἠθικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ήθος ή στην ηθική, κατ αντίθεση προς το ανήθικος και σε αντιδιαστολή προς το διανοητικός 2. αυτός που επιδρά στο ήθος ή στα ήθη («ηθική διδασκαλία») νεοελλ. 1. αυτός που είναι σύμφωνος… … Dictionary of Greek
Καντ, Ιμάνουελ — (Immanuel Kant, Κένιξμπεργκ 1724 – 1804). Γερμανός φιλόσοφος. Ο Κ. είναι διάσημος μεταξύ άλλων, για τα έργα του Κριτική του καθαρού λόγου (1781, β’ έκδοση 1787), Κριτική του πρακτικού λόγου (1788) και Κριτική της δύναμης της κρίσης (1790), που… … Dictionary of Greek